- μαχητικοῦ
- μαχητικόςfit for fightingmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαχητικότητα — η [μαχητικός] 1. η ιδιότητα τού μαχητικού, το να είναι κανείς ορμητικός ή θαρραλέος στη μάχη, η διάθεση ή θέληση για μάχη 2. μτφ. αγωνιστική διάθεση, τόλμη και αποφασιστικότητα 3. (κατ επέκτ.) η εριστικότητα («η μαχητικότητα που τόν διακρίνει… … Dictionary of Greek
ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Καβαδίας, Μακάριος — (Κεφαλονιά 1750; – Κέα 1824). Λόγιος, κληρικός, δάσκαλος και συγγραφέας. Υπηρέτησε ως δάσκαλος στην Πρέβεζα και αργότερα στην Άρτα και απέκτησε σύντομα φήμη σοφού ελληνιστή και μαχητικού ιεροκήρυκα. Το 1786 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη,… … Dictionary of Greek
Μπαρμπέ ντ’ Ορεβιγί, Ζιλ Αμεντιέ — (Jules Amidie Barbey d’ Aurevilly, Σεν Σοβέρ λε Βικόντ 1808 – Παρίσι 1889). Γάλλος μυθιστοριογράφος και κριτικός. Καταγόμενος από τη Νορμανδία, κατέπληξε τον δημοσιογραφικό και λογοτεχνικό κύκλο του Παρισιού με του εξεζητημένους τρόπους του δανδή … Dictionary of Greek
Οικονόμος, Κωνσταντίνος, ο εξ Oικονόμων — (Τσαρίτσανη 1780 – Αθήνα 1857). Λόγιος κληρικός, διαπρεπής ρήτορας και θεολόγος. Γιος λόγιου ιερέα, ο Ο. διδάχτηκε από τον πατέρα του όχι μόνο τα πρώτα γράμματα, αλλά και τα πρώτα στοιχεία της εκκλησιαστικής φιλολογίας και ρητορικής. Έτσι, όταν… … Dictionary of Greek
Πιερίδης, Θεοδόσης — Κύπριος ποιητής (Κύπρος 1908 Βουκουρέστι 1968). Γεννήθηκε στην Κύπρο από γονείς εγκαταστημένους μόνιμα στην Αίγυπτο. Αποφοίτησε από το εμπορικό τμήμα της ελληνικής Αμπετείου Σχολής του Καΐρου και από το εκεί Γαλλικό Λύκειο. Tο χρονικό διάστημα… … Dictionary of Greek
Σούτσος — Επώνυμο μεγάλης φαναριώτικης οικογένειας, η οποία καταγόταν από την Ήπειρο, και κατ’ άλλους από τη Βουλγαρία, και είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη πριν από την άλωση, με το επώνυμο Δράκος. Μετά την άλωση, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην… … Dictionary of Greek
Συκουτρής, Ιωάννης — Κλασικός φιλόλογος, βυζαντινολόγος, νεοελληνιστής και φιλόσοφος (Σμύρνη 1901 Ακροκόρινθος 1937). Σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή της γενέτειρας του, στο πανεπιστήμιο της Αθήνας (1919 1922) και στα πανεπιστήμια της Λιψίας και του Βερολίνου (1925… … Dictionary of Greek